ακριβολογήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ακριβολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακριβολογώ
  2. θα ακριβολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακριβολογώ
  3. να ακριβολογήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακριβολογώ