ακόρεστη ένωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ακόρεστη ένωση θηλυκό
- (χημεία): οποιαδήποτε οργανική ένωση στο μόριο της οποίας περιλαμβάνεται ένας τουλάχιστον πολλαπλός δεσμός του άνθρακα.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακόρεστη ένωση
|