κορεσμένη ένωση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]κορεσμένη ένωση θηλυκό
- (χημεία): οποιαδήποτε οργανική ένωση στο μόριο της οποίας απαντάται μόνο απλός δεσμός του άνθρακα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κορεσμένη ένωση
|