αλερετούρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλερετούρ ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του αλέ ρετούρ
- ⮡ το αλερετούρ βάστηξε μιάμιση μέρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλερετούρ
|