αλέ ρετούρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλέ ρετούρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική aller-retour, (μετάβαση-επιστροφή)[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]αλέ ρετούρ άκλιτο
- για μετάβαση σε έναν τόπο και η επιστροφή απ' αυτόν
- ⮡ Το εισιτήριο αλέ ρετούρ κοστίζει 100 ευρώ. Το απλό (επί δύο) κοστίζει περισσότερο.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- εισιτήριο αλέ ρετούρ (εισιτήριο μετ' επιστροφής)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]αλέ ρετούρ
- μετ' επιστροφής, με διπλή διαδρομή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλέ ρετούρ ουδέτερο άκλιτο
- το πήγαιν' έλα
- (ηλεκτρολογία) διακόπτης που μαζί με άλλον ελέγχει το ίδιο φωτιστικό
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλέ ρετούρ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αλέ ρετούρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «αλέ-ρετούρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Με σχόλιο για τις μεταφράσεις του 19ου αιώνα: «αμφοτερήλατο» (εισιτήριο) και «αμφοτερόπλουν».
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)