αλευροκοσκινίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αλευροκοσκινίζω
- κοσκινίζω αλεύρι
- μεταχειρίζομαι αλευροκόσκινο
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλευροκοσκινίζω | αλευροκοσκίνιζα | θα αλευροκοσκινίζω | να αλευροκοσκινίζω | αλευροκοσκινίζοντας | |
β' ενικ. | αλευροκοσκινίζεις | αλευροκοσκίνιζες | θα αλευροκοσκινίζεις | να αλευροκοσκινίζεις | αλευροκοσκίνιζε | |
γ' ενικ. | αλευροκοσκινίζει | αλευροκοσκίνιζε | θα αλευροκοσκινίζει | να αλευροκοσκινίζει | ||
α' πληθ. | αλευροκοσκινίζουμε | αλευροκοσκινίζαμε | θα αλευροκοσκινίζουμε | να αλευροκοσκινίζουμε | ||
β' πληθ. | αλευροκοσκινίζετε | αλευροκοσκινίζατε | θα αλευροκοσκινίζετε | να αλευροκοσκινίζετε | αλευροκοσκινίζετε | |
γ' πληθ. | αλευροκοσκινίζουν(ε) | αλευροκοσκίνιζαν αλευροκοσκινίζαν(ε) |
θα αλευροκοσκινίζουν(ε) | να αλευροκοσκινίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλευροκοσκίνισα | θα αλευροκοσκινίσω | να αλευροκοσκινίσω | αλευροκοσκινίσει | ||
β' ενικ. | αλευροκοσκίνισες | θα αλευροκοσκινίσεις | να αλευροκοσκινίσεις | αλευροκοσκίνισε | ||
γ' ενικ. | αλευροκοσκίνισε | θα αλευροκοσκινίσει | να αλευροκοσκινίσει | |||
α' πληθ. | αλευροκοσκινίσαμε | θα αλευροκοσκινίσουμε | να αλευροκοσκινίσουμε | |||
β' πληθ. | αλευροκοσκινίσατε | θα αλευροκοσκινίσετε | να αλευροκοσκινίσετε | αλευροκοσκινίστε | ||
γ' πληθ. | αλευροκοσκίνισαν αλευροκοσκινίσαν(ε) |
θα αλευροκοσκινίσουν(ε) | να αλευροκοσκινίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλευροκοσκινίσει | είχα αλευροκοσκινίσει | θα έχω αλευροκοσκινίσει | να έχω αλευροκοσκινίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλευροκοσκινίσει | είχες αλευροκοσκινίσει | θα έχεις αλευροκοσκινίσει | να έχεις αλευροκοσκινίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλευροκοσκινίσει | είχε αλευροκοσκινίσει | θα έχει αλευροκοσκινίσει | να έχει αλευροκοσκινίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλευροκοσκινίσει | είχαμε αλευροκοσκινίσει | θα έχουμε αλευροκοσκινίσει | να έχουμε αλευροκοσκινίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλευροκοσκινίσει | είχατε αλευροκοσκινίσει | θα έχετε αλευροκοσκινίσει | να έχετε αλευροκοσκινίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλευροκοσκινίσει | είχαν αλευροκοσκινίσει | θα έχουν αλευροκοσκινίσει | να έχουν αλευροκοσκινίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλευροκοσκινίζω
|