αλευρώσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αλευρώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλευρώνω
  2. θα αλευρώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλευρώνω