αλητέψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αλητέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλητεύω
- θα αλητέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλητεύω
- να αλητέψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλητεύω