αλληλεπιδράσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αλληλεπιδράσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλληλεπιδρώ
  2. θα αλληλεπιδράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλληλεπιδρώ
  3. να αλληλεπιδράσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλληλεπιδρώ