αλληλογραφήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αλληλογραφήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλληλογραφώ
- θα αλληλογραφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλληλογραφώ
- να αλληλογραφήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλληλογραφώ