αλληλογραφήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αλληλογραφήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλληλογραφώ
  2. θα αλληλογραφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλληλογραφώ
  3. να αλληλογραφήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλληλογραφώ