αλμυρίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αλμυρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλμυρίζω
  2. θα αλμυρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλμυρίζω
  3. να αλμυρίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλμυρίζω