αλμυρίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αλμυρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλμυρίζω
- θα αλμυρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλμυρίζω
- να αλμυρίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλμυρίζω