αλυσοδέσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αλυσοδέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλυσοδένω
  2. θα αλυσοδέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλυσοδένω
  3. να αλυσοδέσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλυσοδένω