αλυσοδέσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αλυσοδέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλυσοδένω
- θα αλυσοδέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλυσοδένω
- να αλυσοδέσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλυσοδένω