αλωνίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αλωνίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλωνίζω
  2. θα αλωνίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλωνίζω
  3. να αλωνίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλωνίζω