αλωνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλωνίζω < αλώνι + -ίζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.loˈni.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]αλωνίζω (παθητική φωνή: αλωνίζομαι)
- διαχωρίζω στο αλώνι τον καρπό των δημητριακών από τα περιβλήματά τους και το άχυρο με κόπανο ή μηχάνημα
- (μεταφορικά) περιπλανιέμαι από άκρη σε άκρη
- (μεταφορικά) συμπεριφέρομαι με αυθάδεια κι ανεξέλεγκτα
- (λαϊκότροπο) σκορπώ, σπαταλώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλωνίζω | αλώνιζα | θα αλωνίζω | να αλωνίζω | αλωνίζοντας | |
β' ενικ. | αλωνίζεις | αλώνιζες | θα αλωνίζεις | να αλωνίζεις | αλώνιζε | |
γ' ενικ. | αλωνίζει | αλώνιζε | θα αλωνίζει | να αλωνίζει | ||
α' πληθ. | αλωνίζουμε | αλωνίζαμε | θα αλωνίζουμε | να αλωνίζουμε | ||
β' πληθ. | αλωνίζετε | αλωνίζατε | θα αλωνίζετε | να αλωνίζετε | αλωνίζετε | |
γ' πληθ. | αλωνίζουν(ε) | αλώνιζαν αλωνίζαν(ε) |
θα αλωνίζουν(ε) | να αλωνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλώνισα | θα αλωνίσω | να αλωνίσω | αλωνίσει | ||
β' ενικ. | αλώνισες | θα αλωνίσεις | να αλωνίσεις | αλώνισε | ||
γ' ενικ. | αλώνισε | θα αλωνίσει | να αλωνίσει | |||
α' πληθ. | αλωνίσαμε | θα αλωνίσουμε | να αλωνίσουμε | |||
β' πληθ. | αλωνίσατε | θα αλωνίσετε | να αλωνίσετε | αλωνίστε | ||
γ' πληθ. | αλώνισαν αλωνίσαν(ε) |
θα αλωνίσουν(ε) | να αλωνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλωνίσει | είχα αλωνίσει | θα έχω αλωνίσει | να έχω αλωνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλωνίσει | είχες αλωνίσει | θα έχεις αλωνίσει | να έχεις αλωνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλωνίσει | είχε αλωνίσει | θα έχει αλωνίσει | να έχει αλωνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλωνίσει | είχαμε αλωνίσει | θα έχουμε αλωνίσει | να έχουμε αλωνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλωνίσει | είχατε αλωνίσει | θα έχετε αλωνίσει | να έχετε αλωνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλωνίσει | είχαν αλωνίσει | θα έχουν αλωνίσει | να έχουν αλωνίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλωνίζομαι | αλωνιζόμουν(α) | θα αλωνίζομαι | να αλωνίζομαι | ||
β' ενικ. | αλωνίζεσαι | αλωνιζόσουν(α) | θα αλωνίζεσαι | να αλωνίζεσαι | (αλωνίζου) | |
γ' ενικ. | αλωνίζεται | αλωνιζόταν(ε) | θα αλωνίζεται | να αλωνίζεται | ||
α' πληθ. | αλωνιζόμαστε | αλωνιζόμαστε αλωνιζόμασταν |
θα αλωνιζόμαστε | να αλωνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αλωνίζεστε | αλωνιζόσαστε αλωνιζόσασταν |
θα αλωνίζεστε | να αλωνίζεστε | (αλωνίζεστε) | |
γ' πληθ. | αλωνίζονται | αλωνίζονταν αλωνιζόντουσαν |
θα αλωνίζονται | να αλωνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλωνίστηκα | θα αλωνιστώ | να αλωνιστώ | αλωνιστεί | ||
β' ενικ. | αλωνίστηκες | θα αλωνιστείς | να αλωνιστείς | αλωνίσου | ||
γ' ενικ. | αλωνίστηκε | θα αλωνιστεί | να αλωνιστεί | |||
α' πληθ. | αλωνιστήκαμε | θα αλωνιστούμε | να αλωνιστούμε | |||
β' πληθ. | αλωνιστήκατε | θα αλωνιστείτε | να αλωνιστείτε | αλωνιστείτε | ||
γ' πληθ. | αλωνίστηκαν αλωνιστήκαν(ε) |
θα αλωνιστούν(ε) | να αλωνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλωνιστεί | είχα αλωνιστεί | θα έχω αλωνιστεί | να έχω αλωνιστεί | αλωνισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αλωνιστεί | είχες αλωνιστεί | θα έχεις αλωνιστεί | να έχεις αλωνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλωνιστεί | είχε αλωνιστεί | θα έχει αλωνιστεί | να έχει αλωνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλωνιστεί | είχαμε αλωνιστεί | θα έχουμε αλωνιστεί | να έχουμε αλωνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλωνιστεί | είχατε αλωνιστεί | θα έχετε αλωνιστεί | να έχετε αλωνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλωνιστεί | είχαν αλωνιστεί | θα έχουν αλωνιστεί | να έχουν αλωνιστεί |