Μετάβαση στο περιεχόμενο

περιπλανιέμαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιπλανιέμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιπλανάομαι / περιπλανῶμαι + -ιέμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + πλανιέμαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.ɾi.plaˈɲe.me/

περιπλανιέμαι, π.αόρ.: περιπλανήθηκα, μτχ.π.π.: περιπλανημένος, χωρίς ενεργητική φωνή (αποθετικό ρήμα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]