αλωνιστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλωνιστικός < θέμα αλωνισ- (< αλωνίζω) + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αλωνιστικός -ή -ό
- αυτός που σχετίζεται με το αλώνισμα
- αλωνιστικά εργαλεία / αλωνιστική περίοδος
- (ως ουσιαστικό) τα αλωνιστικά: τα χρήματα που ο ιδιοκτήτης του χωραφιού πληρώνει για το αλώνισμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλωνιστικός
|