αλύγιστα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]αλύγιστα
- χωρίς να λυγίζει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη λυγίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλύγιστα