αμέτρητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμέτρητα < αμέτρητος +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αμέτρητα

  1. χωρίς να τον έχουν μετρήσει
  2. σε μεγάλο βαθμό
  3. έντονα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]