αμαρτήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αμαρτήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμαρτάνω
  2. θα αμαρτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμαρτάνω
  3. να αμαρτήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμαρτάνω