αμπαρώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αμπαρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμπαρώνω
  2. θα αμπαρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμπαρώνω
  3. να αμπαρώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμπαρώνω