αμφισβητήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αμφισβητήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμφισβητώ
  2. θα αμφισβητήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμφισβητώ
  3. να αμφισβητήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμφισβητώ