ανάψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανάψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανάβω
  2. θα ανάψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανάβω
  3. να ανάψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανάβω