αναγομώνομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναγομώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναγομώνω
Ρήμα
[επεξεργασία]αναγομώνομαι
- γίνομαι αντικείμενο αναγόμωσης
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναγομώνομαι
|