αναδείξει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αναδείξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναδεικνύω
- θα αναδείξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναδεικνύω
- να αναδείξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναδεικνύω