αναζωπυρώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αναζωπυρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναζωπυρώνω
- θα αναζωπυρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναζωπυρώνω
- να αναζωπυρώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναζωπυρώνω