αναθάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναθάλλω < (ελληνιστική κοινή) ἀναθάλλω
Ρήμα[επεξεργασία]
αναθάλλω
- για φυτό που ξαναγίνεται πράσινο, ξαναζωντανεύει, ξανανθίζει
- για άνθρωπο, μεταφορικά, ξανανθίζει, ξανανιώνει, γίνεται ξανά καρπερός, γόνιμος, ξαναβλασταίνει, γίνεται πάλι θαλερός, αποκτά νέα ακμή, σφρίγος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναθάλλω
|