ανακουφιστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανακουφιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανακουφίζομαι
  2. θα ανακουφιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακουφίζομαι
  3. να ανακουφιστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακουφίζομαι