ανακουφίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανακουφίζομαι < αρχαία ελληνική ἀνακουφίζομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

ανακουφίζομαι

  1. ανακουφίζω ο ίδιος τον εαυτό μου ή με ανακουφίζει άλλος
  2. (μεταφορικά) κάνω τη σωματική μου ανάγκη, αποπατώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]