relieved

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός relieved
συγκριτικός more relieved
υπερθετικός most relieved

relieved (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

relieved (en)