relieved
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | relieved |
συγκριτικός | more relieved |
υπερθετικός | most relieved |
relieved (en)
- ανακουφισμένος, ανακουφίζομαι, ξαλαφρωμένος
- ↪ I was relieved that you were safe.
- Ανακουφίστηκα που ήσουν ασφαλής.
- ↪ I was relieved that you were safe.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
relieved (en)