αναπεμπάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αναπεμπάζω
- μετράω σε πεντάδες, κατά πεντάδες, χρησιμοποιώντας τα πέντε δάχτυλα. Συνήθως συνδυάζεται με τη μνήμη.«ἀνεπεμπαζόμην ἐπιὼν τῇ μνήμῃ ἕκαστα» Λουκιανός, Ερμότιμος ή Περί αιρέσεων 1.12