πεμπάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεμπάζω < αιολ. πεμπάς -άδος αντί πέντε
Ρήμα[επεξεργασία]
πεμπάζω
- μετράω σε πεντάδες, κατά πεντάδες, χρησιμοποιώντας τα πέντε δάχτυλα.
- στρατιωτικό τμήμα από πέντε άνδρες.
- (κατ’ επέκταση), (γενικότερα) λογαριάζω, υπολογίζω (και μεταφορικά)