αναπνεύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αναπνεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναπνέω
- θα αναπνεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπνέω
- να αναπνεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπνέω