αναπνεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναπνεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναπνέω
  2. θα αναπνεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπνέω
  3. να αναπνεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπνέω