αναστήσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αναστήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανασταίνω
  2. θα αναστήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανασταίνω