αναστηθούν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αναστηθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανασταίνω
- θα αναστηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανασταίνω