ανατρέχω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανατρέχω < (ελληνιστική κοινή) ἀνατρέχω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.naˈtɾe.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐τρέ‐χω
Ρήμα
[επεξεργασία]ανατρέχω
- γυρίζω με τη σκέψη μου προς τα πίσω, προς το παρελθόν
- συμβουλεύομαι μια πηγή για να βρω μια πληροφορία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανατρέχω