αναχωρήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναχωρήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναχωρώ
  2. θα αναχωρήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναχωρώ
  3. να αναχωρήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναχωρώ