αντίστροφη ώσμωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Σύνθετο Ουσιαστικό[επεξεργασία]
η αντίστροφη ώσμωση (el) θηλυκό, μόνο στον ενικό
- βλέπε: αντώσμωση, ανάστροφη ώσμωση
Δείτε επίσης : αντίστροφη, ώσμωση |
η αντίστροφη ώσμωση (el) θηλυκό, μόνο στον ενικό