αντασφαλίσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αντασφαλίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντασφαλίζω
  2. θα αντασφαλίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντασφαλίζω