αντιδράσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αντιδράσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιδρώ
- θα αντιδράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιδρώ
- να αντιδράσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιδρώ