αντικούκου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντικούκου ουδέτερο άκλιτο
- (στρατιωτική αργκό) ουσία που υποτίθεται ότι έμπαινε στο φαγητό των φαντάρων για να καταστείλει την ερωτική επιθυμία τους
- ⮡ ρε συ, Μήτσο, λες να 'χει αντικούκου το φαΐ;