αντιμιλήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αντιμιλήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιμιλώ
- θα αντιμιλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιμιλώ
- να αντιμιλήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιμιλώ