αντιμιλήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αντιμιλήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιμιλώ
  2. θα αντιμιλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιμιλώ
  3. να αντιμιλήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιμιλώ