απαγάγει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απαγάγει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απάγω
- θα απαγάγει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απάγω
- να απαγάγει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απάγω