απαγάγει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απαγάγει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απάγω
  2. θα απαγάγει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απάγω
  3. να απαγάγει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απάγω