απαγωγικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαγωγικώς < απαγωγικός + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
απαγωγικώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαγωγικώς
|
απαγωγικώς
|