απαγωγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαγωγικός η απαγωγική το απαγωγικό
      γενική του απαγωγικού της απαγωγικής του απαγωγικού
    αιτιατική τον απαγωγικό την απαγωγική το απαγωγικό
     κλητική απαγωγικέ απαγωγική απαγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαγωγικοί οι απαγωγικές τα απαγωγικά
      γενική των απαγωγικών των απαγωγικών των απαγωγικών
    αιτιατική τους απαγωγικούς τις απαγωγικές τα απαγωγικά
     κλητική απαγωγικοί απαγωγικές απαγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαγωγικός < απάγω, απαγωγή

Επίθετο[επεξεργασία]

απαγωγικός

  • που από κάτι γενικό οδηγείται σε κάτι το ειδικό
    απαγωγικός συλλογισμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]