απειληθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απειληθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απειλούμαι
  2. θα απειληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απειλούμαι
  3. να απειληθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απειλούμαι