απειληθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απειληθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απειλούμαι
- θα απειληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απειλούμαι
- να απειληθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απειλούμαι