αποβλέψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποβλέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποβλέπω
- θα αποβλέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποβλέπω
- να αποβλέψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποβλέπω