αποδεχτεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποδεχτεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποδέχομαι
- θα αποδεχτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδέχομαι
- να αποδεχτεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδέχομαι