αποδοκιμάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αποδοκιμάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποδοκιμάζω
  2. θα αποδοκιμάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδοκιμάζω
  3. να αποδοκιμάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδοκιμάζω