αποθαλασσώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αποθαλασσώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποθαλασσώνω
  2. θα αποθαλασσώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποθαλασσώνω
  3. να αποθαλασσώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποθαλασσώνω