αποθαλασσώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποθαλασσώνω < απο- + θαλασσώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποθαλασσώνω (παθητική φωνή: αποθαλασσώνομαι)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]